- επίνοσος
- ἐπίνοσος, -ον (AM) [νόσος]νοσηρόςαρχ.φιλάσθενος («καὶ ἐπὶ τῶν σωμάτων τοῑς μὲν εὖ διακειμένοις ὑγιεινὰ ἐστὶ τοῑς δ’ ἐπινόσοις ἕτερα», Αριστοτ.).επίρρ...ἐπινόσωςως άρρωστος («ἐπινόσως διάγειν», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.